κακοκεφιάζω

κακοκεφιάζω
[κακόκεφος]
είμαι κακόκεφος, έχω ακεφιά, δυσθυμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοκεφιάζω — κακοκέφιασα, κακοκεφιασμένος, είμαι κακόκεφος, δεν έχω κέφι: Μην κακοκεφιάζεις που δεν ήρθε ο φίλος σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”